συμπαράληψις

συμπαράληψις
-ήψεως, ἡ, ΜΑ [συμπαραλαμβάνω]
μσν.
συνδυασμός
αρχ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπαραλαμβάνω*, η επί πλέον λήψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπαράληψις — calling in fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραλήψει — συμπαράληψις calling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) συμπαραλήψεϊ , συμπαράληψις calling in fem dat sg (epic) συμπαράληψις calling in fem dat sg (attic ionic) συμπαραλαμβάνω take along with fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαράληψιν — συμπαράληψις calling in fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραλήψεως — συμπαραλήψεω̆ς , συμπαράληψις calling in fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαραλήψῃ — συμπαραλήψηι , συμπαράληψις calling in fem dat sg (epic) συμπαραλαμβάνω take along with fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”